στα άκρα: freak show #2
Συνήθειο παλιό. Και μικρό αγαπημένο μυστικό. Πάνω που το’χα ξεχάσει, έσκασε μύτη ξανά. Βράδυ. Σε bar για αποχαιρετισμό φίλης. Κάτι η δυνατή μουσική, το αλκοόλ, το μάτι μου φεύγει. Και κολλάει. Παρατηρώ τους θαμώνες…στα παπούτσια! Ναι, στα παπούτσια!!! Μ’αρέσει να αγοράζω παπούτσια, να χαζεύω στο Sex and the City την φιλολογία περί sublime Manolos, αλλά πιο πολύ γιατρέ μ’αρέσει να χαζεύω παπούτσια φορεμένα. Λερωμένα, φθαρμένα, κουρασμένα, στρογγυλά, τετραγωνισμένα, συντηρητικά, ψαγμένα, καινούργια και απάτητα. Και μετά να κόβω φάτσες.
Flashback: Κυριακή πρωί. Τραβάω το μανίκι του πατέρα μου γκρινιάζοντας να πάμε στον Εθνικό Κήπο. Δεν θέλω με το αυτοκίνητο. Θέλω με τρόλλεϋ/λεωφορείο. Θέλω να χαζεύω τους ανθρώπους με το χέρι μου στην ασφάλεια της χούφτας του πατέρα μου. Καθώς δεν φτάνω να δω και πολλά από το παράθυρο, χαζεύω γριές με πένθος και μαύρα χαμογελαστά, βρώμικα, σεμνά παπούτσια. Συνομήλικα πιτσιρίκια με κακοπατημένα κόκκινα λουστρίνια. Μου θυμίζουνε τα παπούτσια της Χιονάτης. Δεν ζηλεύω πολύ καθώς εγώ σε αυτό το στάδιο συμπαθώ πιο πολύ άλλες παραμυθένιες ηρωίδες. Κοιτάζω κάτω τα πόδια μου. Απεχθάνομαι τα ανατομικά Kickers που μου έχουν αγοράσει. Καρφώνω το βλέμμα μου σε παππούδες με γκρι φανελένιο κουστούμι, σφιχτή φάτσα και παραμορφωμένο, αυστηρό, γυαλισμένο μέχρι αηδίας, παπούτσι. Την συγκεκριμένη υποκατηγορία υποδημάτων θα την μετονόμαζα αργότερα (στην εφηβεία) σε “χουντικά” παπούτσια. Οι φάτσες μου επιβεβαιώνανε αντίστοιχο feeling, τι να κάνω; Τότε με έπιασε και η politically correct ανησυχία, του στυλ πόσο στενόμυαλο είναι να κρίνεις κάποιον από τα παπούτσια του, αλλά η πληρωμένη απάντηση ερχότανε πάντα η ίδια: για εμένα δεν μετράει τόσο αν είναι αλήθεια η μαντεψιά μου, μετράει πιο πολύ η διαδικασία, το παιχνίδι, χωρίς τύψεις.
Fast Forward: Στο bar. Νεανίζων τριανταπεντάρης(min) με μπεζ κουστούμι, διαβασμένο κοντομάνικο και τσάντα χιαστί ζητάει ποτό. Το έργο το’χω ξαναδεί. Κοιτάω τα παπούτσια. Τεράστιο, ασημένιο, διαστημικού τύπου αθλητικό. Πεντακάθαρο. Με αερόσολα; Φαντάζομαι τα παπούτσια, πάνω στις αδύνατες καλαμένιες γάμπες του. Τεράστια. Δυσανάλογα. Σαν να φοβάται μη και πατήσει κάτω. Μην λερωθεί. Μη στραμπουλήξει τίποτα και τρέχει μετά. Και άντε να βρεις άκρη. Ένα παπούτσι κλειστό σαν φρούριο και ψηλό να καλύπτει τον αστράγαλο. Ένα παπούτσι σε άμυνα. Μην του τύχει κάτι στην urban καθημερινότητά του και τον φρικάρει. Φαντάζομαι τον κόσμο από τη μεριά του παπουτσιού. Σίγουρα θα ονειρευόταν άλλα μεγαλεία για να δικαιωθεί: λίγο tracking, καμιά λακούβα, λασπουριά, έστω λίγο basketball. Σηκώνω τα μάτια. Ο τύπος κάθε άλλο παρά αθλητικός. Κάπου τον έχω ξαναδεί. Κολονακιώτικη φάτσα. Α, είναι στυλίστας (!!). Τον έγραφε και στη εφημερίδα αφού εργάζεται προσφάτως ως συμβουλάτορας στην ανάδειξη τραγουδιστικών ταλέντων. Το παπούτσι μεταφυτεύτηκε σε βέρο πόδι του Κολονακίου. -Φευγαλέα σκέψη: το’μαθε και αυτός το bar? Ξενερώνω. Θα ξανάρθω; Φυσικά. Είναι καταπληκτικό το bar. Σιγά μη και δεν ξαναπατήσω για πάρτη του!- Με κοιτάει. Στα μάτια. Βλέμμα ανήσυχο. Και σκοτεινό. Το παράκανα. Γυρίζω να πιω μια γουλιά από το ποτό μου. Φαντάζομαι τα παπούτσια άδεια, χωρίς πόδι μέσα, με την αποφασισμένη μύτη τους ελαφρώς ανασηκωμένη σε μια άκρη της ντουλάπας. Έτοιμα για όλα.
Ανάμεσα σε δυο γουλιές, σκέψεις τρέχουν στο νου μου. Κάτι το ποτό, κάτι η καλή παρέα, αντιμετωπίζω το παλιό μου συνήθειο με κανιβαλιστικό humor. Ιδέα. Μου’ρχεται να κάτσω να γράψω ένα έπος: την υποδηματογεωγραφία της Αθήνας. Φαντάζομαι κεφάλαια, ανά ηλικία, εισόδημα, γεωγραφική θέση. Διαγράμματα. Επιστήμη ολόκληρη. Ελεγεία. Απαραίτητο companion για τον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών. Και τους διαφημιστές. Το Cosmopolitan θα κάνει ειδικό άρθρο. Το urban chic παπούτσι δεν έχει καμιά σχέση με τα παπούτσια της παραλιακής. Εκεί φύεται το κλασσικό, και βέρο αρσενικό, μαύρο/μπεζ δερμάτινο σκαρπίνι (τι τσαχπίνικη και μαζί γελοία ορολογία !!!) και το cool για το καλοκαίρι user friendly μοκασίνι. Στην παραλιακή δεν χωράνε ντεμί παπούτσια. Οι γυναίκες φοράνε λεπτεπίλεπτα πέδιλα, ασημένια/χρυσά/μπεζ/ροζ, με τακούνι. Παραδοσιακά θηλυκά. Θέλουνε να βγάζουνε μάτι, αλλά έχουνε τύψεις να μην παραβγάζουνε κιόλας και σκεφτούνε οι φοβισμένοι γκόμενοι ότι δεν είναι κατά βάθος κυρίες. Επαμφοτερίζουσα διακριτικότητα. Δεν γίνεται; Γίνεται. Από τη μια, ψηλά, να κολακεύουνε και να μην περνάνε απαρατήρητα(βλ. μεταλλικές αποχρώσεις, χάντρες και άλλα κρεμάμενα accessories) από την άλλη απαλές αποχρώσεις. Σαν να αλλάζουνε γνώμη. Εν ολίγοις στόχος είναι να γίνει όσο το δυνατόν πιστότερο simulation του γυμνού μαυρισμένου δέρματος, στο πιο mainstream sexy του όμως (δηλαδή συν οχτώ πόντους μπόι). Το τακούνι δε είναι πιο ήσυχο. Το καλοκαίρι δεν φοριέται πολύ το στιλέτο. Τακούνι ψηλό και μπεζ. Stiletos μαύρα ή κόκκινα είναι για χειμώνα τα πρώτα, για τη Συγγρού τα δεύτερα.
Με ένα κλικ βγαίνω από τη μυθοπλαστική μου νιρβάνα. Η Κ. με κοιτάει και χαμογελά συνωμοτικά. Της κάνει εντύπωση που δεν χαίρεται που φεύγει. Της εύχομαι καλό ταξίδι και κανονίζουμε τις λεπτομέρειες της επίσκεψής μου στη Barcelona.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home