Sunday, November 14, 2004

ο γέρος του 4ου και μια συμβουλή

Σάββατο βράδυ. Σπίτι φίλου σε πολυκατοικία του κέντρου. Υπερυψωμένο ισόγειο με θέα πίσω. Έχουμε μόλις επιστρέψει από τη γωνία που κατοικοεδρεύει η Dominos Pizza, με αγκαλιά ένα τετράγωνο κουτί τεραστίων διαστάσεων(αυτή είναι η μεσαία;). Μουσική. Μιλάμε για ένα project και μασουλάμε. Κουδούνι. Ένας κύριος. Ο Γ. δείχνει να μην τον ξέρει. Αναμπουμπούλα. Φωνές. Παντόφλες σέρνονται έξω από την πόρτα, στην είσοδο. Στρίβω το κεφάλι να δω τι συμβαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κυρίες απέξω από την πόρτα με ρόμπες. Η πόρτα του διπλανού διαμερίσματος ανοίγει και βγαίνει νεαρός γείτονας. Ο Γ. λέει «Κάτι συμβαίνει. Κάτσε εδώ, ΟΚ?» «Εεε, ΟΚ.» Είμαι περίεργη αλλά αποφασίζω να ακολουθήσω τη συμβουλή του. 5 λεπτά μετά έχω βαρεθεί. Παίρνω τα κλειδιά, κλειδώνω και βγαίνω έξω. Στην είσοδο οι μεσήλικες και οι γριές της πολυκατοικίας σε παράταξη. «Αχ δεσποινίς σας ανησυχήσαμε και εσάς!» Δεν δίνω σημασία. Μέσες άκρες βγάζω νόημα. Μια 60άρα με γαλανά μάτια και ασορτί πουλόβερ(τι μανία και αυτή για τους γαλανομάτηδες!) και μια ελαφρώς νεότερη γαλλίδα με σπαστά ελληνικά, με πληροφορούν για το παρασκήνιο. Ο γέρος του 4ου ορόφου, εθεάθη από την γαλλίδα του απέναντι ρετιρέ –ξέρετε δεσποινίς στην πολυκατοικία αυτή και στην απέναντι μένουν πολλοί εργαζόμενοι της γαλλικής πρεσβείας- στο πάτωμα. Η γαλλίδα παρακολουθούσε κάθε βράδυ τον παππού, που την χαιρετούσε από το τζάμι πριν κοιμηθεί. Σήμερα τα παιδιά της της είπαν ότι δεν τον είδαν. Βγαίνει στο μπαλκόνι και ιδού! Ο γέρος στο πάτωμα καλούσε βοήθεια. Η ίδια τσιρίζει στο μπαλκόνι για βοήθεια, βγαίνει ο από κάτω, έρχεται σε εμάς κλπκλπ. Έχουν πάρει αστυνομία και ΕΚΑΒ για να σπάσουν την πόρτα -αλλά ξέρετε δεσποινίς, αυτά τα ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ά 2 αγόρια θα πηδήξουν στο μπαλκόνι του-. Ο Γ. και ο γείτονας !!!! Βγαίνω στον δρόμο. Η γαλλίδα απέναντι εξακολουθεί να τσιρίζει στην δικιά μας γαλλίδα που μεταφράζει: Νααααάτοι, πήδηξαν!!! Ο κύριος που χτύπησε το κουδούνι δείχνει πιο cool. «Που μένει ο παππούς?» «Να, εκεί στο ρετιρέ. Πήδηξαν από το επάνω ρετιρέ στο μπαλκόνι του.» (spidermen) Η ομάδα τρέχει σύσσωμη προς τα μέσα μόλις η απέναντι γαλλίδα δώσει το σήμα τσιρίζοντας ότι τα “2 garcons” μπήκαν μέσα. Στριμώχνονται όλοι στο μικρό ασανσέρ και με καλούνε. Αρνούμαι με το πρόσχημα της ηλικίας μου (χαχαχαχα) και ανεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα. Στον 4ο ο Γ. έχει ανοίξει την πόρτα. «Ο παππούς καλα?» «Μια χαρά». Ο γέρος φωνάζει από το πάτωμα, που έχει παραμείνει μέχρι να έρθει το ΕΚΑΒ, να πάρουν τηλ τον γιό του. Η γαλανομάτα κυρία –αναγνωρίζω στο πρόσωπό της την κουτσομπόλα της πολυκατοικίας- λέει ψιθυριστά ότι ο γιος τον έχει ψιλοπαρατήσει. Έρχεται για κάτι ενοίκια του γέρου κλπκλπ. Και ο γέρος καλός μαλάκας πρέπει να’ναι σκέφτομαι εγώ. Τόσα λεφτά και να μην παίρνει κάποιον άνθρωπο να τον προσέχει. Ούτε να δώσει κανένα κλειδί σε καμιά γριά γειτόνισσα για ώρα ανάγκης; Τι φοβάται; Να μπουκάρουν τα κομάντα ΚΑΠΗ της πολυκατοικίας να του κλέψουν το σκονισμένο σακάκι της γωνίας; Το βλέμμα μου σκανάρει τον χώρο. Μυρίζει κλεισούρα. Η διακόσμηση ‘50s. Το χαλί στο πάτωμα έχει στραβώσει. Δεξιά μια τραπεζαρία ξύλινη, βαριά. Ένα βαρύ τραπεζομάντηλο και πάνω του ένα πιάτο. Ένα ποτήρι. Και ένα κωλόχαρτο. Καλά να σου έχει τελειώσει το χαρτί, να είσαι νέος, φοιτητής, σε στάδιο μετακόμισης, να βαριέσαι ή κάτι άλλο και να μην κουνιέσαι να πάς να αγοράσεις χαρτοπετσέτα, αλλά εδώ η εικόνα μου κάνει παρακμή. Και μοναξιά. Και ανημπόρια. Τον λυπάμαι.

Flashback
5χρόνια πριν η γιαγιά μου και μια θεία στο ίδιο νοσοκομείο συγχρόνως. Επισκέπτομαι την θεία. 85χρόνη(κατά την εισαγωγή αποκαλύφθηκε ότι κρύβει και 2 χρόνια, άρα 87), με πρόβλημα στους πνεύμονες, όχι σοβαρό. Κάνει αναρρόφηση κλπ. Έχει κάνει μια εγχειρησούλα για να στανιάρει. Η θεία, ξάπλα, με το μαλλί στην τρίχα και το νύχι στη πένα, κατακόκκινο. Το μανό δίπλα. Κατά τα άλλα νυχτικό, παντόφλα και το κλασσικό styling ασθενούς. Παίρνει οξυγόνο με τη γνωστή μάσκα. Πάω και τη χαιρετώ. Ταυτόχρονα, μπαίνει ο εγγονός της, Σ., φοιτητής ιατρικής. Βγάζει από την τσέπη του κάτι γυαλάκια πισίνας και της τα φοράει στα μάτια. Με χαιρετά. Κάνω νόημα στη θεία «ρε θεία, τι τα θες τα γυαλιά;» «Μου είπε ο Σ. ότι με το οξυγόνο αυξάνεται η τριχοφυΐα και δεν θέλω να βγάλω μουστάκι και φρύδια σαν του Καραμανλή. Έ, είπα να προφυλαχθώ.». (!!) Μάστα. Κόκαλο εγώ. Μπαίνει και ο θεράπων ιατρός, βλέπει το σκηνικό, εξετάζει τη θεία. Βαίνει καλώς. «Κυρία τάδε μου, μακάρι όταν φτάσω εγώ την ηλικία σας να έχω τη μισή σας υγεία». «Αν συνεχίσει έτσι αγαπητέ, φοβάμαι πως θα την έχεις». Ο γιατρός την κάνει και λέει στον Σ. πόσο θεά είναι η γιαγιά του. Θα τους θάψει όλους και τα ρέστα. Η θεία εν τω μεταξύ, μου πιάνει το χέρι. Έχει παλάμη κρύα και ζαρωμένη, αλλά με σφίγγει με κέφι και δύναμη. «Σκύψε να σου πω». Μου κάνει στ’αυτί: «Καλύτερα να σε ζηλεύουν παρά αν σε λυπούνται.» Σκέφτομαι. Να με ζηλεύουν είναι σίγουρα καλύτερο από το να με λυπούνται, αλλά τι θα’θελα εγώ όταν φτάσω στην ηλικία αυτή; Να με ζηλεύουν μου φαίνεται πολύ σκληρή και μικρόψυχη λέξη να πει κανείς με τη σοφία τόσων χρόνων στην ανιψιά του. Να με σέβονται; Να με αγαπούν; Να με θαυμάζουν; Χμμμ….Σε μια γρήγορη σκέψη, καταλήγω στο γ. Το β το θέλω standard οπότε ούτε καν το διαπραγματεύομαι. Δεν του βάζω ερωτηματικό δηλαδή. Το α, η κλασσική απαίτηση ενός παππού, έρχεται με το γ. Νομίζω. Άλλο ρήμα; Το ξανασκέφτομαι. Αν και την πρώτη, μικρή φευγαλέα σκέψη, την εμπιστεύομαι. Χμμμ

σημείωση: (4 the record) η θεία ζει και βασιλεύει


|

0 Comments:

Post a Comment

<< Home