Wednesday, April 11, 2007

ορεσίβιο λεξικό

-ή μια ώρα με λίγο τσίπουρο και τον Άρη(*)-

καθημερινότητα
κανταρέλα (μάλλον ιταλικής προέλευσης) : κομβόι, ο ένας πίσω από τον άλλον
παζαρόξ(υ)λα : (σύνθετο), ξύλα κομμένα για πούλημα στο παζάρι
ζουμπουχλιάζω : κάνω αλοιφή, λιώνω (π.χ. θα σε ζουμπουχλιάσω = θα σε λιώσω)
σκούπρο : σκουπίδι (μεταφορικά: άνθρωπος χαμηλής –υπο- στάθμης)
παταγούδιασα : κρύωσα
μπούντιασα : παταγούδιασα
απόρρ(ι)χνω: αποβάλω
λάρωμα : ξάπλωμα, ηρεμία
καλτσερά: εσώρουχα, ασπρόρουχα (π.χ. πήγε να πλύν’ τα καλτσερά στο ποτάμι = πήγε να πλύνει τα εσώρουχα στο ποτάμι)
τα πέρα δώθε: τα πράγματα καθημερινής χρήσης
ζγκαϊδός: αλλήθωρος
καταϊ΄ς : κατά-γής, κάτω
αργανέλα: τύπος σκοινιού

καταχρήσεις
ντέργα : τέζα, knock out (π.χ. όταν κάποιον έχει πιεί πολύ, πέφτει «ντέργα»)
γκορδωμένος : ντέργα
αντράλα : ταραχή (π.χ. αντράλα στο κεφάλι = ταραχή στο κεφάλι)

τοπογραφία
γλιτσ(ι)νάρια (προφέρεται γκλιchνάρια) : βουνά με χαράδρες ή απότομο /επικίνδυνο έδαφος
στεφάνια : γκλιτσ(ι)νάρια
ζ(ω)νάκι: στενό πέρασα
μτσούτα (προφέρεται μchούτα): καταρράκτης

flora
μπίσλιες : τύπος μικρού και αρωματικού αχλαδιού
μπούνιες : τύπος μεγάλου αχλαδιού
μπίστια (τα) : πουρνάρια
ροκίσιο : καλαμποκίσιο


fauna


κανούτα: γκρίζα γίδα (μεταφορικά: η γριά γυναίκα)
καρέσω (προφέρεται καρέshω) : κόκκινη (για ζώα κοκκινωπού χρώματος)
στάλωμα: κοιμάμαι (για ζώα, τα ζεστά μεσημέρια, π.χ. έβαλε τα ζώα για στάλισμα)
σκαρίζω: ξυπνάω τα ζώα


εκφράσεις
όρσε : όρισε, πρόσταξε, διέταξε (χρησιμοποιείται σαν απάντηση, σήμερα πια μόνο από τις μεγάλης ηλικίας γυναίκες προς τους συζύγους τους)

ταπίπκα : μπρούμυτα, ανάποδα (π.χ. γύρισα/έπεσα ταπίπκα = γύρισα/έπεσα μπρούμυτα)

θεραπεύτ(η)κα: ευχαριστήθηκα (εκφωνείται ως επιφώνημα ευχαρίστησης μετά από οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει ευχαρίστηση)


ακατάλληλα για κάτω των 18

μπροστομούνα: γυναίκα ελευθερίων ηθών, πουτάνα

καλαφατίζω (την) :
επιδίδομαι στη γενετήσια πράξη με (την), πηδάω (την), φυστικώνω (την) κλπ.

σέρνομαι : επιδίδομαι στη γενετήσια πράξη (κυρίως για ζώα, π.χ.: τα μλάρια σέρν[ο]ταν: τα μουλάρια αναπαραγόντουσαν)

(*): Σημειώσεις από μια ώρα σε καφενείο της Ηπείρου, που τα φώτα πέφτουν στο γκεσταριλίκι του ξανθού γαλανομάτη ορεσίβιου 60άρη Άρη (δις). Ο Άρης πρέπει να είναι θείος μου καθόσον όλοι έχουμε κάποια συγγένεια μεταξύ μας, αλλά άντε βρες την. Κάθε φορά που με βλέπει μου λέει πόση εντύπωση του είχε κάνει που με είχε δει να σκιτσάρω την εκκλησία του χωριού. Έμοιαζε!!!, λέει έκαμβος. Ως φοιτήτρια τράβηξα ένα γερό κόλλημα με τη ζωγραφική once. Τεσπά, ως ένας από τους πρώτους που με αναγνώρισαν, του υποσχέθηκα να τον σκιτσάρω και τον ίδιο αν μοιραστεί μαζί μου την προαναφερθείσα ορεσίβια ορολογία.

Labels:

|

11 Comments:

At 4/12/2007, Blogger zenovia said...

ωραίο post evee.

 
At 4/12/2007, Blogger Ecumene said...

Μπράβο

όρσε : όρισε, πρόσταξε, διέταξε (χρησιμοποιείται σαν απάντηση, σήμερα πια μόνο από τις μεγάλης ηλικίας γυναίκες προς τους συζύγους τους)


Νά σαι καλά Καλημέρα

 
At 4/12/2007, Blogger evee said...

thankx girls ;)

προσωπικά, μου αρέσουν πολύ αυτές οι τοπικές διάλεκτοι

πείτε μου αν ξέρετε και εσείς άλλες αντίστοιχες λέξεις, πολύ θα το'θελα

 
At 4/12/2007, Blogger mp said...

ωραίο blog - ιδιαίτερα καλές οι προσωπικές περιγραφές/σχόλια.

Kάτι "άσχετο" τώρα.
Θέλω να ρωτήσω εσένα (ή κάποιον άλλο αρχιτέκτονα)αν παρακολουθείτε την προσπάθεια δημιουργίας forum και blog στη σχολή της Αθήνας.
Είναι ένα θετικό βήμα αλλά δυστυχώς δεν είναι ανοιχτή στο κοινό.

Ευχαριστώ και καλή συνέχεια!

 
At 4/12/2007, Blogger evee said...

εγώ ευχαριστώ!

δεν έχω ακούσει τίποτα s

ακούγεται ωραία προσπάθεια, κρίμα να μην είναι ανοιχτό στο κοινό

ξέρεις τπτ παραπάνω ?

 
At 4/17/2007, Blogger IRQueen said...

Δεν ξέρω αν πιάνει, καθώς το σόι είναι βλάχικο, αλλά εμείς το "όρσε" το χρησιμοποιούμε πάντα συνοδευόμενο από μία ωραιότατη ανοιχτή μούντζα, και υποδηλώνει τον αντίποδα του Zieg Heil, άλλοι κάνουν για λατρεία και άλλοι για... φτύσιμο. :)

 
At 4/17/2007, Blogger kat.@ said...

απλά τέλειο το ποστ, se θέμα και αναπτυξη!

Και μια και βλέπω πως ενδιαφερεσαι για τα γλωσολογικά, εχω κι εγώ να προσθέσω απ- τη γιαγιά μου πως το χτύπησα, στα μέρη της, το λένε (μ)πιστωμήθηκα.
Από το (μ)πιστομάω/ (μ)πιστωμώ

 
At 4/17/2007, Blogger kat.@ said...

Mia enstasi monaxa.
Apo oso xero, ta moularia einai steira zoa, opote kai den anaparagontai.
Epiasa auti ti leptomereia meta tin eikosti anagnosi tou post

 
At 4/17/2007, Blogger evee said...

xxaxaxax indeed!

αλλά νομίζω ότι παρόλα αυτά "προσποιούνται" πως αναπαράγονται

καμμία σχέση με το fake it νομίζω :Ρ

 
At 4/18/2007, Blogger marl(t) said...

είναι στείρα όντα indeed αλλά αυτό δεν τα αποκλείει από τη συγκεκριμένη πράξη. Τώρα δεν ξέρω με ποιόν το κάνουν όμως, γιατί έχω ακούσει πως δεν υπάρχουν λέει μουλάρες (είναι σχήμα λόγου) αλλά μόνο αρσενικά μουλάρια. Υπό αυτή την έννοια, το να μας αποκαλέσει κάποιος μουλάρα μπορεί να είναι και καλό μιας και θα σημαίνει πως είμαστε σπάνια όντα...:P

υ.γ. νομίζω πως το λένε "τα πίπκα" κι όχι "ταπίπκα". Όπως λέμε τ' ανάσκελα, τα μπρούμυτα κλπ. Επίσης, κάποτε σε κάποιο blog είχα βρει ένα παρόμοιο post με αφορμή μια πινακίδα κάπου στο Πήλιο που αναγράφει "Κορωκλόνται κοτσιμπάνια" που σημαίνει κατρακυλάνε κορμοί δέντρων...

 
At 4/19/2007, Blogger evee said...

epic!
δεν αποκλείω την δόκιμη φύση του όρου "τα πίπκα" ως προς το "ταπίπκα". Επίσης κατεβάζω το "τα'πίπκα". όλα μάλλον εκ του πίπτω=πέφτω.
Ούτως ή άλλως το λεξικό συνεγράφει με έναν ελαφρώς χιουμοριστικό τόνο.

Ο όρος είναι παραφθορά υποθέτω (κάποιας άλλης λέξης, μπορεί να έχουμε να κάνουμε με το πίπτω, μπορεί και να έχουμε να κάνουμε με λέξη άγνωστη κατά τα φαινόμενα στους αναγνώστες τουτουνού του βλογ).

ναι, νομίζω και εγώ πως τα μουλάρια είναι αρσενικά, μα νομίζω ότι παρόλα αυτά γουστάρουν να τρίβονται με τις προγονικές τους ράτσες

 

Post a Comment

<< Home