VIVE NAPOLEON! (και δεν μιλώ για το cognac)
Δευτέρα πρωί. Φανάρι Ακαδημίας. Καθ'οδόν από το μετρό προς τη δουλειά.
-παρεμβάλλεται έκτακτο γεγονός-
Ψάξιμο στην τσάντα. Όσο μεγάλη ή άνετη και να την πάρεις, μονίμως είναι τίγκα. Και μονίμως δεν βρίσκω με τη μια αυτό που ψάχνω. Ανασφάλεια? Μπα.. μάλλον πολλές ώρες έξω από το σπίτι σε συνδυασμό με διαφορετικές εργασίες.
Τηλέφωνο.
Μαμά? / Ναι. / Είσαι κοντά σε περίπτερο? / Εεε... όχι. / Ωραία, κάνε μεταβολή και πήγαινε. / Γιατί? / Στο passport της Μάγιας Τσόκλη νομίζω είναι εξώφυλλο ο κύριος Ναπολέων. / Τι? Και ΠΟΥ τον θυμάσαι εσύ? Έχεις να τον δεις από όταν ήσουν εννιά χρονών! / Καλά, άσε με εμένα... φωτογραφική μνήμη - ξέρω και εγώ? Άντε πήγαινε τώρα.
Αγαπώ την πόλη. Αγαπώ και την εξοχή, ιδίως το βουνό. Μα δεν νομίζω πως θα έμενα ποτέ εκεί μόνιμα. Θαυμάζω όμως αυτούς που το κάνουν, αντί να κάθονται να γκρινιάζουν για τη ζωή τους στην Αθήνα, να μιζερεύουν και να μου μεταδίδουν αυτό το γκαντεμοκάρμα.
Γιατί τα λέω όλα αυτά? Ο Ναπολέοντας και η Λαμπρινή, ζούσαν στην Αθήνα. Καταγόντουσαν από την Ήπειρο και οι δυο. Τζουμέρκα. Ο Ναπολέων ήταν προγραμματιστής αν θυμάμαι καλά. Είχε όμως και πελάτες μεγάλες εταιρίες εκτός Αθηνών. Η Λαμπρινή δούλευε σε πολυεθνική που έφερνε απορρυπαντικά και καλλυντικά. Άσχετο: μοιάζουν αυτά? Η Λαμπρινή φίλη και συμμαθήτρια με τη μάνα μου. Με πήγαινε η μαμά μου μαζί με την αδερφή μου να παίξουμε με το γιο της Λαμπρινής, ενώ εκείνες μιλάγανε. Νομίζω έμεναν Ζωγράφου. Εγώ πάθαινα κατάθλιψη κάθε φορά που θα πηγαίναμε, μετά μούτρωνα, στύλωνα τα πόδια και τελικά πήγαινα με κλάμματα και γκρίνια. Η διαδρομή Αμπελόκηποι - Ζωγράφου μου φαινόταν δίωρη. Τη βαριόμουν όσο τίποτε. Έπρεπε να βρω κάτι να κάνω. Στο δρόμο κοιμόμουν, έπαιζα με την αδερφή μου, ζωγράφιζα στο τζάμι, χάζευα. Φτάνοντας... ανάμικτα συναισθήματα. Η Λαμπρινή ήταν συχνά κουρασμένη, μα γλυκιά και γελαστή. Μιλούσε για το παιδί της με το υποκοριστικό "το σκατούλι έκανε εκείνο.. το άλλο". Εγώ η καθωσπρέπει μαθήτρια του δημοτικού σοκαριζόμουν γιατί αυτή τη λέξη σπίτι μας δεν τη λέγαμε. Εγώ τα άκουγα όταν την έλεγα και αυτή να τη λέει.. Μπροστά μου! Ο γιός καλός μα πολύ μικρός για να παίξω μαζί του. Ο κύριος Ναπολέοντας ευγενικός μα κλεισμένος με τον υπολογιστή του. Κατέληγα να κάνω ότι παίζω με την αδερφή μου και τον μικρό στήνοντας αυτί παράλληλα στο "τι έλεγαν οι μαμάδες".
Δεν μπορούμε άλλο, θα φύγουμε, είπε η Λαμπρινή και η φράση μου είχε ακουστεί περίεργη. Το "θα φύγω" ως ρήμα δεν το είχα ακούσει ποτέ από άτομο πιο μεγάλης ηλικίας με τόση σοβαρότητα. Εγώ έλεγα με αντίστοιχη σοβαρότητα το "θα φύγω" εννοώντας "βαρέθηκα να παίζω μαζί σας... πάω να φάω κεφτεδάκια με πατάτες". Ομολογώ τρόμαξα ότι κάτι σοβαρό συνέβη. Αντιθέτως όμως. Η Αθήνα ταλαιπωρούσε την φιλική μας οικογένεια, η οποία άλλα ονειρευόταν.
Στην αρχή έμειναν στα Γιάννενα. Η Λ. βρήκε δουλειά, ο Ν. είχε ακόμη πελάτες σε όλη την Ελλάδα και πηγαινοερχόταν. Τους άρεσε. Ο Ναπολέοντας πήγαινε το ΣΚ στο χωριό του που το αγαπούσε πολύ. Η Λαμπρινή ήταν πανευτυχής από θέμα δουλειάς, χρόνου, μητρικών υποχρεώσεων. Η μαμά μου στεναχωριόταν που έφυγε η φίλη της στην αρχή, μα και χαιρόταν που είναι καλά. (Τελικά -διότι είναι ευγενής φύση- υπερίσχυσε το δεύτερο.)
Ο δε ηλικιωμένος πατέρας του Ναπολέοντα είχε το μαγαζί του χωριού και όταν πέθανε ο γιός πήγαινε που και που και το άνοιγε. Γούσταρε και το χωριό. Τι χωριό δηλαδή? Ο θεός να το κάνει. Μιάμιση ώρα από τα Γιάννενα. Με δρόμο -τότε τουλάχιστον- γάμησέ τα. Κάποτε μεγάλο χωριό, κοιτίδα σημαντικών ανθρώπων (η οικογένεια Bulgari κάτι σχεδιάζει εδώ όπως λέει το περιοδικό). Πριν από λίγα χρόνια όπως και η περισσότερη Ήπειρος, απλώς ερειπωμένο και απομακρυσμένο. Τέρμα θεού ακόμη και για τα Τζουμέρκα τα ίδια. Η εξέλιξη? Ανέλαβαν με τη Λαμπρινή το καφενείο, τα δωμάτια από πάνω τα έκαναν ξενώνα και ανοίγαν μόνο τα σαββατοκύριακα / εορτές / αργίες. Η Λαμπρινή μαγείρευε επίσης. Σήμερα ο Ναπολέοντας και η Λαμπρινή ασχολούνται με τον αγροτουρισμό, έχουν μόνιμα πια το καφενείο στους Καλαρρύτες και τον ξενώνα από επάνω, με το ευγενικό τους πνεύμα και την αγάπη τους για το μέρος βοήθησαν να ξαναέρθει ο κόσμος στους Καλαρρύτες, πήγαν και οι δημοσιογράφοι, έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων, εκπομπές ταξιδιωτικές και μη, άρθα σε περιοδικά, η μπουγάδα της Λαμπρινής γυάλιζε ένα φεγγάρι στο εξώφυλλο του ΒΗΜΑgazino, τώρα ο ίδιος ο Ναπολέων αυτοπροσώπως και εξώφυλλο στο passport!
Το καλό είναι ότι οι ίδιοι δεν δίνουν δεκάρα για όλα αυτά. Γουστάρουν το χωριό, τις πίτες, τα τσίπουρα, το βουνό. Μου αρέσουν οι ευτυχισμένοι άνθρωποι. Είναι όμορφοι. Και ας με ρώτησε ο εφημεριδοπώλης αν αυτός είναι ο Κοεμτζής.