Μετά το χτεσινό πρωινό τηλεφώνημα αναφώνησα το απονεννοημένο: Ωιμέ. Όλα σε εμένα τυχαίνουν. Ποια? Μα, όλα τα καλά βεβαίως βεβαίως. Ε, λοιπόν, ναι φίλοι και φίλες. Το ομολογώ: με ερωτεύτηκε(!?) ένα στρατόκαβλος.
Το story: Πριν λίγο καιρό έγραφα για μια συνάντηση παλιών συμμαθητών που θα λάμβανε χώρα εν μέσω εργασιακού οργασμού. Τέσσερα άτομα δουλεύαμε στο υπόγειο του σπιτιού μου μερόνυχτα, με απώτερο σκοπό να σώσουμε τον κόσμο. Λίγο πριν το καταφέρουμε, εγώ είχα μια πρόσκληση να πάω σε μια συνάντηση συμμαθητών από το Λύκειο, σχεδόν 10 χρόνια μετά την αποφοίτησή μας. Πιστή στο ομαδικό ιδεώδες δίστασα, μα η παρέα με προέτρεψε ποιητικά: πήγαινε, μην το χάσεις. Ντύθηκα και εγώ η έγκλειστη όσο dazzling έκανα κέφι και μου επέτρεπε το τέταρτο που είχα πριν φύγω και εξέδραμα γκαζωμένη προς άγνωστο καταγώγιο στην περιοχή του «μικρού υποστηλώματος». Στόχος ήταν να κάτσω 2 ώρες super-max και να είμαι πίσω για να συνεχίσω τη δουλειά με την παρέα μέχρι πρωίας. Τέτοια γλέντια λέμε.
Κατέβηκα τα σκαλιά ισορροπώντας την κούρασή μου με τη χαρά της εξόδου στα στιλάτα stilettos. Στο κατώτερο σημείο, βρέθηκα εν τω μέσω μιας ομήγυρης που δεν μου έλεγε τίποτα, φαίνεται όμως ότι αυτοί με κατάλαβαν αφού άκουγα από παντού «γεια σου Ε.». Σκατά. Μνήμη μηδέν. Μετά τη συστάσεις συμπέρανα ότι καλώς ή κακώς δεν ήταν όλοι εκεί. Ήταν όμως κάποια καλά κομμάτια:
- ο «όλοι με πολεμούν, κανείς δεν αναγνωρίζει την αξία μου, γιατί δεν με θεωρείτε όλοι τον καλύτερο ρε γαμώτο?» της τάξης
- η αλλοτινή αντιζηλός ντυμένη σαν εμμηνοπαυσική και με μίζερο χαμόγελο μου αποκάλυψε ότι μετά από σπουδές δημοσιογραφίας σε κάποιο ΙΕΚ, παντρεύτηκε και έχει ανοίξει ένα μαγαζί με χιουμοριστικά είδη δώρων στο Μαρκόπουλο. Τη «Ρεζέρβα» θα εννοεί.
- οι γνωστές κατίνες «μα δεν μας χαιρετάς?, πολύ υπεράνω μας έγινες εσύ»- «μα δεν σας αναγνώρισα ρε Ν !»
- οι κόρες επωνύμων «φέτος παίζω στο θέατρο τάδε» (που παρεπιπτώντως το έχει η μαμά τους)
Μα ήταν και ο «καταπιεσμένος πιανίστας», παιδί με πάθος και ταλέντο για το κλειδοκύμβαλο, τα βρόντηξε στις πανελλήνιες και οι γονείς του τον έστειλαν να σπουδάσει ναυτιλιακά. Δεν όρθωσε ανάστημα όταν έπρεπε, έχει όμως ακόμα γοητευτική φυσιογνωμία και την ίδια τάση να αγκαλιάζει υπέρ το δέον τον άλλο. Μου ήρθε να ρωτήσω αν είναι ακόμη καταπιεσμένος μα -διώχνωντας ευγενικά τα χέρια του- προτίμησα να μιλήσουμε για κάτι πιο ανώδυνο.
Ο καλύτερος όλων όμως ήταν ο Δ. Μέλος της πολυμελούς –και ανασούμπαλης- λυκειακής παρέας μου ανακοίνωσε ότι είναι «μονιμάς», βγάζει λεφτά, λέει όπου να΄ναι να βρει μια καλή κοπέλα να παντρευτεί και όλο χαρά μου έκανε την πρώτη του ερώτηση: «εσύ παντρεύτηκες?» Όχι. «Γιατί?» Γιατί δεν με παίρνει κανένας, απαντώ χαμογελώντας. Τι το ήθελα το νάζι και το χιούμορ? Έπρεπε να με είχαν προειδοποιήσει. Φαίνεται πως του φάνηκα καλή υποψήφια για να με συνοδεύει φορώντας τη στολή του α-λα- μπρατσέτα κάτω από την αψίδα των όπλων των συναδέλφων του καθ’οδόν προς την εκκλησία. ‘Ετσι ο Δ μάλλον αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος άμεσα και ιδού πως άλλαξε η ζωή μου έκτοτε της τυχερής: Αφού με ξετίναξε στις διακριτικές ερωτήσεις «συζείς?», «είσαι αρραβωνιασμένη?», «έχεις γκόμενο» αποφάσισε ότι ανεξαρτήτως των απαντήσεων αυτός θα πετύχαινε αυτό που δεν είχε πετύχει χρόνια πριν, όταν στο Λύκειο είχε στείλει κάποιον άλλο να «μου τα ζητήσει» εκ μέρους του και είχε εισπράξει αρνητική απάντηση. Μάταια προσπαθούσα να γυρίσω το θέμα στο «και τι ακριβώς κάνεις είπαμε?», «στα Μέγαρα στα ελικόπτερα? Έχεις και φαντάρους δηλαδή?», «μη τους ζαλίζεις ρε Δ – δεν με νοιάζει, να μάθουν να σέβονται, τους χώνω αλύπητα(γέλια)- καλά, δείξε λίγη επιείκεια ρε μαλάκα, δεν είναι όλοι κατ’επιλογή στο στρατό, έξυπνος άνθρωπος είσαι και το βλέπεις (πικρά γέλια)». Αναχώρησα κουρασμένη, δηλώνωντας πως πρέπει πάω να συνεχίσω δουλειά όλη νύχτα αφού παίζει το και το στο σπίτι. Πρόλαβα όμως να ανταλλάξω κινητό με όλο το παλιό team.
Η δουλειά με κράτησε ξύπνια ως τις 7μισι το πρωί. Ξαπλώνοντας σαν πέτρα στο κρεβάτι, χτυπάει το κινητό. Νόμιζα πως ήταν η αφύπνιση μα ήταν ο Δ. Γαμώ το μπελά μου! Το κλείνω με τη μια. ΕΦΤΑΜΙΣΗ ΤΟ ΠΡΩΙ??? Ποιος τηλεφωνεί τέτοια ώρα? Ο Π, μέλος της ομάδας εργασίας που λέγαμε, που έχει κάνει και φαντάρος με ενημέρωσε γελώντας πως αυτή η συνομοταξία γκόμενων ξυπνάει χαράματα και μετά το πρωινό κλπκλπ με τα φαντάρια, πάει στα γραφεία της όπου και τον παίζει μέχρι νεωτέρας. Κοιμάμαι σαν τούβλο, ξυπνάω ζαλισμένη νωρίς το μεσημέρι.
Δυστυχώς για εμένα το αυτό σκηνικό επανελήφθη και πολλές άλλες ατυχείς ώρες μα μια φορά με πήρε με απόκρυψη και απάντησα. Ω ναι! Είναι και πονηρός! Μου έταξε βόλτα με το ελικόπτερο, μου ζήτησε να βγούμε με τα παιδιά (και να μην μπορούνε πάμε εμείς), με ξαναρώτησε τι παίζει με τα αισθηματικά μου. Σήμερα είναι η πέμπτη φορά που απαντώ μονολεκτικά σε κάθε του ερώτηση. Για την ώρα δεν μπορώ να του πω ευθέως να κόψει τη μαλακία, αφού αφενός το παίζει «απλώς φίλος» και ότι με πειράζει for old times sake και αφετέρου φροντίζει να μου τηλεφωνεί όταν είμαι στο γραφείο παρουσία άλλων. Ας μην σκάμε όμως, με την πρώτη ευκαιρία I will.
Φίλοι και συγγενείς φαντάροι συγκινήθηκαν από το δράμα μου και στο όνομα της θητείας τους, δηλώσαν αλληλεγγύη στον αγώνα μου. Άσε που, πηγαίνοντας για καφέ μαζί τους, είχα και κάτι να αντιτάξω η κοπέλα στις ατελείωτες περιγραφές τους από τη θητεία τους, τον τάδε λοχαγό, τη δείνα αγγαρεία. Το highlight –και ο άσσος στο μανίκι μου- ήταν ο Γ που υπηρετεί στο τμήμα μεταθέσεων, αδειών κλπ και –αφού με όρκισε στο αίμα των προγόνων μας να μην ενδώσω στη στολή- μου πρότεινε να τον «βγάλει από τη μέση» για κανένα μήνα, τόσο μέχρι να τελειώσει τη θητεία του και να τον περιλάβει ο ίδιος. Νομίζω δείχνει υπερβάλλοντα ζήλο.
Σνιφ! Συγκινήθηκα με τόση τεστοστερόνη.