Moυσείο Μπενάκη, Τρίτη 7:17μμ
Ομιλία Alvaro Siza για τα εγκαίνια της έκθεσης του.Ο κόσμος πολύς. Αντωνακάκης, Βαλσαμάκης, Καλογεράς, Τομπάζης(συντονιστής και εισηγητής) και τόσοι άλλοι. Η Μάρω Καρδαμίτση Αδάμη των αρχείων νεοελληνικής αρχιτεκτονικής του μουσείου Μπενάκη, κάνει μια εισαγωγή, λέγοντας αυτό που έχουμε παρατηρήσει όλοι εδώ και καιρό: το Μουσείο Μπενάκη αγαπάει την αρχιτεκτονική και όλοι χαίρονται για αυτό. Το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής που διοργάνωσε την έκθεση και το Μπενάκη έχουν "δεθεί σε ένα γάμο από έρωτα", λέει με humor λίγο πριν αποχωρήσει.
Ακολουθεί ο Καλογεράς και ο Τομπάζης. Ο τελευταίος, που έχει προσωπική γνωριμία και συνεργασία με τον Siza, λέει πόσο ενδιαφέρον για αυτόν έχει το πλάσιμο των πλήρων στοιχείων του, η ένταξη των μηχανολογικών και ο χειρισμός του φωτός. Λέει πως ήθελε να γίνει γλύπτης, μα έγινε αρχιτέκτονας για να ευχαριστήσει τον πατέρα του. Μου άρεσε και ένα ανέκδοτο που μας προσέφερε. Τον ρώτησε ο Τομπάζης τι θα ήθελε να θυμούνται από αυτόν όταν πεθάνει. Η απάντηση ήταν κάτι του τύπου "Τι σημασία έχει? Δεν θα υπάρχω πια". Μου φάνηκε τόσο υγιές. Όσο και όταν συνέχισε, σαν να το ξανασκέφτηκε: "θα'θελα να με θυμούνται σαν έναν άνθρωπο που αγαπούσε τη δουλειά του". Τώρα που τα γράφω αυτά, σκέφτομναι ότι αυτή η διαύγεια στα λόγια του, έχει αποτυπωθεί και στα κτίριά του. Αλήθεια, γιατί γράφουν στην πρόσκληση τη λέξη κτίριο με "η"? "Κτήριο". Από το "κτίζω" δεν βγαίνει?
note: το laptop με ώρα ΠορτογαλλίαςΗ διάλεξη αρχίζει. Θα κρατήσει καμμιά ώρα.
Αρχίζει λέγοντας πως μια έκθεση αρχιτεκτονικής είναι κάτι "αστείο" (δικός μου ο όρος). Το κτίρο είναι εκεί. Υπάρχει. Στην ουσία είναι μια έκθεση του δημιουργού της λέει, όχι του έργου. Σωστός.
Μιλάει επίσης για τον "φόβο της αρχιτεκτονικής". Την φοβία για τόλμη υποθέτω. Για να χειριζόμαστε τον χώρο χωρίς "μανιέρες". Για να εξερευνούμε τις δυνατότητες της αρχιτεκτονικής.
Η προσωπική μου εντύπωση είναι πολύ θετική. Μου αρέσει που ο Siza μιλάει απλά, χωρίς έπαρση. Μου αρέσει επίσης, που δεν δείχνει λίγο απ'όλα όπως οι περισσότεροι όταν κάνουν διάλεξη. Επιλέγει ένα θέμα: το νέο μουσείο που χτίζει στο Sau Paulo της Βραζιλίας, αφιερωμένο στο έργο ενός βραζιλιάνου ζωγράφου που δεν θυμάμαι το όνομά του. Ξεκινάει με μια σύντομη παρουσίαση άλλων μουσείων του και κάποιες γενικές σκέψεις πάνω στην έννοια "μουσείο"(να είναι emerging from the city). Συνεχίζει με κάποιες σκέψεις που τον οδήγησαν στο τελικό αποτέλεσμα και δείχνει την πρόοδο της σκέψης του. Και το αποτέλεσμα όπως έχει ως σήμερα που χτίζεται. Θα το δείξω αναλυτικά στο β μέρος του post. Πρόκειται για ένα μουσείο από λευκό beton, σε ένα δρόμο δίπλα στο ποτάμι(που θυμίζει θάλασσα), με τεράστιες, πολλές ράμπες - σχεδόν κλειστά κουτιά, στον αέρα, έξω από το κτίριο. Ενστικτωδώς σκέφτομαι ότι οι χώροι κίνησης στο μουσείο είναι πολύ μεγάλοι αναλογικά με το εμβαδό που αφιερώνεται στις υπόλοιπες λειτουργίες του σύμφωνα με την Ελληνική Νομοθεσία. Εδώ επιτρέπεται οι χώροι κίνησης να φτάνουν ως και το 20% του συνολικού εμβαδού αν θυμάμαι καλά. No wonder για όσους αναρωτιούνται γιατί το κτίριο κουτί φοριέται πολύ. Δεν είναι μόνο για λόγους λατρείας των καθαρών πρισμάτων αγαπητοί αναγνώστες.
Η κατάληξη γίνεται με το διάλογο που είχε ο αρχιτέκτονας με όσους ανησυχούσαν για το φωτισμό και τη θέα από τις ράμπες του μουσείου, όσο το μελετούσε.
"Οh, how is it possible? We can see the sun!"
"Oh!"χαχαχχαχαααEνδιάμεσα σε όλα αυτά πίνει νερό. Πολύ νερό. Στην αρχή πίνει σαν μωρό. Πιάνει το ποτήρι και με τα δύο χέρια. Πίνει με μεγάλες, απολαυστικές γουλιές.
Δεν είναι ιδιαίτερα προικισμένος ομιλητής, η αμεσότητά του όμως με κερδίζει. Κάποιοι φίλοι που συνάντησα μετά, είπαν ότι προτίμησαν την έκθεση (που ακολούθησε - εγκαίνια γαρ) από την ομιλία. Ένας είπε ότι "παραήταν απλός".
Τη διάλεξη ακολούθησαν 3 ερωτήσεις. Η πρώτη ήταν από τον Ανδρέα Γιακουμακάτο, που γράφει άρθρα περί αρχιτεκτονικής σε πολλές εφημερίδες. Και βασικά κανείς δεν κατάλαβε ότι ήταν ερώτηση διότι ο κ. Γιακουμακάτος πήρε το μικρόφωνο και άρχισε να βγάζει διάλεξη ο ίδιος κομπλιμεντάροντας τον κ. Siza. Ήταν 5 λεπτά μετά που ο Τομπάζης, ως συντονιστής του διαλόγου τον κάλεσε να θέσει την ερώτηση οπότε και η αίθουσα ξέσπασε σε χειροκροτήματα και γέλια. Η επόμενη ερώτηση παρά λίγο να διαρκέσει εξίσου αλλά ευτυχώς το δυσάρεστο γεγονός απεφεύχθει στο παρατσάκ. Ήταν περί ενός παραθύρου σε ένα άλλο μουσείο του, και έλεγε πάνω κάτω ότι οι curators, μας μισούν, λες και η αρχιτεκτονική δεν είναι τέχνη (λες και μεταξύ μας έχουμε συμφωνήσει αν είναι τέχνη ή αν δεν είναι θα συμπλήρωνα εγώ), συνέχισε με ένα χρονοβόρο παραλληλισμό του παραθύρου ως πίνακα (προβληματισμός κλασσικός σε όποιον έχει μπει στην αρχιτεκτονική) και κατέληξε σε ένα "κατηγορώ" προς το αρτιφίσιαλ της σύγχρονης τέχνης που με το παράθυρο που βλέπει δεντράκια δίπλα, συγκρίνεται άμεσα με τη φήση οπότε και χάνει. Κάπου εκεί με έχασε και εμένα διότι αυτά είναι γνωστά και καταντάνε βαρετά όταν τα λες για τόση ώρα σε μια διάλεξη αλλουνού, τρώγοντας έτσι το χρόνο από τον ομιλητή, οπότε δεν θυμάμαι τι απέγινε στη συνέχεια. Η τελευταία ερώτηση έμεινε σε όλους όσους άκουγαν ως η πιο σημαντική. Είχε να κάνει με το τοπίο και τη γεωμετρία. Πόση βαρύτητα δίνει στην ένταξη στο τοπίο, πόσο ακολουθεί τους κανόνες της "γεωμετρίας" στα κτίριά του κλπκλπ. Η απάντηση Siza κατέληγε στο ότι για αυτόν, βλέπει τη "geometry as a discipline and as connection and organisation of a certain design". Και για όσους δεν κατάλαβαν "to the end, geometry must win".
Aκολούθησαν τα κρασάκια στο foyer, η βόλτα στο αίθριο του μουσείου(με τις κρεμάμενες πέτρες του Βαρότσου από πάνω) και η είσοδος στην έκθεση. Παντού γύρω, σκίτσα, σχέδια, μακέττες.
Labels: architecture