Και ΠΩΣ θα αγαπήσουμε την πόλη μας?Xα! Ιδού η απορία. Υπάρχει απάντηση? Γίνεται να «αγαπήσεις» κάτι ετσιθελικά? Εγκεφαλικά? Να δώσεις εντολή και (ΤΣΑΚ! – μαγεία) αυτό να συμβεί? Και αν τελοσπάντων υπάρχει απάντηση στην ερώτηση υπάρχει μόνο ΜΙΑ απάντηση?
Πρωτού εκπέσω εντελώς στα χωράφια της αμπελοφιλοσοφίας, ας το πάρω αλλιώς μπας και βρω άκρη. Ας αφήσω το ΠΩΣ στα μαγικά χέρια της ίδιας της μητρόπολης, στο κέφι και την παιδεία των κατοίκων της και –εν μέρει- και στο απροσδόκητο: το τυχαίο γεγονός. Αυτά όχι από διάθεση για τρίπλα, μα όταν μιλάμε για μια «ερωτική» σχέση δεν σκοπεύω να κάνω το λάθος να καταλήξω σε συνταγή. Εξάλλου κανένας έρωτας δεν έχει κανόνες. Ούτε συνταγές. Αλλιώς δουλεύει για σένα, αλλιώς για μένα. Κάπως έτσι όμως θα πάω από το ΠΩΣ στο ΤΙ. Τι αγαπάς σε μια πόλη? Λογικά το «είναι» της, αυτό που της δίνει τον ιδιαίτερό της χαρακτήρα. Ποιο είναι το «είναι» της λοιπόν? Τι συνιστά το είναι της?
α. Τα κτίριά της?
Παρατηρείστε εδώ το κύριο sport των περισσότερων
τουριστών: sightseeing, κύρια κτίρια, μουσεία κλπ… τα landmarks δηλαδή. Τι είναι το landmark –ή αλλιώς και τοπόσημο ελληνιστί-? Κάτι σημαντικό ιστορικά(Τοίχος Βερολίνου), κατασκευαστικά(Empire State Building), κάτι που ξεχωρίζει λόγω ύψους(ουρανοξύστες ή πύργοι τηλεπικοινωνιών βλ. Torre Del Colserrola, Barcelona), λόγω μιας ιδιομορφίας(κεκλιμένος πύργος Πίζας), κάτι σημαντικό κοινωνικά(δημόσιοι χώροι τύπου πλατεία Αγ. Μάρκου Βενετίας ή αγορές τύπου Κωνσταντινούπολης ή Μιλάνου), κάτι με μια περίεργη ιστορία πίσω του(πύργος κόμη Vlad Tepes ή αλλιώς Drakul στη Ρουμανία), κάτι με παγκόσμια εκπαιδευτική παρακαταθήκη(πχ. μουσεία - Λούβρο) … something borrowed, something blue κλπκλπ
β. Οι άνθρωποί της?
Παρατηρείστε εδώ το κυριότερο sport των περισσότερων
ταξιδευτών: μετά από εξονυχιστική μελέτη για τον τόπο προορισμού, επισκέψεις σε bars, αγορές(όχι για shopping όμως), κουβέντες με ντόπιους, μύηση στην «καθημερινή ζωή» της πόλης, τον ιδιαίτερο πολιτισμό της -αν γίνεται αυτό φυσικά μέσα σε λίγες μέρες...χμμμ-.
Καθόλου φυσικά δεν με χαλάνε ούτε οι πρώτοι, οι τουρίστες (που συνήθως η β κατηγορία αμέσως κατακρίνει), ούτε οι δεύτεροι, οι ταξιδευτές (που συνήθως η α κατηγορία δεν μπαίνει στον κόπο να πληροφορηθεί την ύπαρξή τους). Το νόημα είναι ότι και οι μεν και οι δε, βιώνουν μια άλλη πόλη. Διαφορετική μεταξύ τους. Και πολύ διαφορετική από αυτή που βιώνουν φυσικά οι μόνιμοι κάτοικοί της. Και έτσι ας φύγουμε από τα μάτια του «ξένου» για να πάμε στα μάτια του ντόπιου. Κατηγορία τρίτη:
γ. Τίποτα από όλα αυτά ή όλα αυτά μαζί?
Παρατηρείστε εδώ τους μόνιμους κατοίκους. Αυτοί, είτε θα είναι ζαλισμένοι από την καθημερινότητα και δεν θα βλέπουν τη μύτη τους (οι περισσότεροι Αθηναίοι, δεν έχουν ανέβει στην Ακρόπολη λόγου χάρη, παρόλο που είναι μπροστά στη μύτη τους συνεχώς, π.χ. κάτι σαν τα γυαλιά που ψάχνει ο Κωνσταντάρας και τα φοράει ας πούμε), είτε, μια μικρή μειοψηφία, θα είναι το μίγμα των κατηγοριών α και β συν κάτι: αστική γεωγραφία + ανθρωπογεωγραφία + κάτι.
Τι είναι το κάτι? Χμ... νομίζω ότι είναι η ενσυνείδητη μύηση στη «μυθολογία» της πόλης. Η οποία αποτελείται κατ’εμέ από τρεις επιμέρους μυθολογίες. Τη «μυθολογία της καθημερινότητας» (το να ξέρεις το τάδε μαγαζί/τρύπα με κουμπιά κοντά στην Καπνικαρέα, τα καλύτερα κουλούρια τα κάνει ο τάδε κουλουρτζής στην Ομόνοια κλπ), την «προσωπική μυθολογία» (στον τάδε δρόμο τον πρωοτείδα, κάτω από αυτό στο στέγαστρο ήμουν όταν έμαθα ότι πέθανε ο τάδε κλπκλπ) και την αστική μυθολογία… αυτό που λέμε urban legends.
Περί αστικής μυθολογίας λοιπόν αυτή η σειρά των post….Οι αρχιτέκτονες, οι πολεοδόμοι, χωροτάκτες προφανώς και δεν είναι μάγοι. Ναι, έχουν ευθύνη όμως. Και η πόλη προφανώς και είναι πρωταρχικά οι άνθρωποί της. Μα είναι ΚΑΙ το δομημένο περιβάλλον της. Γιατί αυτά τα δύο αλληλεπιδρούνε. Το αστικό περιβάλλον ζωντανεύει μέσα από τους κατοίκους. Αυτοί αποφασίζουν τι θα γίνει και πως θα γίνει, αυτοί θα το αγκαλιάσουν και θα το χρησιμοποιήσουν ή θα το αφήσουν να περιπέσει στην αχρηστία(δεν υπάρχει χειρότερο «πακέτο» για αρχιτέκτονα/πολεοδόμο btw...γεννάει όμως ταινίες τύπου «Clockword Orange» ή «Mulholland Drive» -να και κάτι καλό-). Kαι η υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος προέρχεται από την αδιαφορία μας για αυτό. Από την έλλειψη αγάπης μας απέναντι στην πόλη. Και ποια πόλη δηλαδή? Χέστηκα για την πόλη. Είναι έλλειψη αγάπης και αδιαφορία απέναντι στον εαυτό μας. Γιατί εμείς είμαστε η πόλη. Και εμείς αδιαφορούμε για την εαυτό μας και συνήθως δεν τον αγαπάμε καθόλου. Μα καθόλου. Για αυτό νομίζω ότι πρέπει να γίνουμε εγωϊστές. Ναι εγωϊστές! Μα όχι σε ατομικό επίπεδο. Σε συλλογικό επίπεδο(προσοχή, δεν μιλάω για ελληνοπρεπείς αρχαιολατρικές εκδηλώσεις με αναβίωση της χλαμύδας και του σανδαλιού…:Ρ). Έχουμε «στεγνώσει» από αγάπη για την πόλη μας. Και έχουμε ξεχάσει ότι ό,τι δίνεις παίρνεις. Στο Βερολίνο όμως το έχουν μάθει καλά το μάθημά τους.
Ξανασκέφτομαι λοιπόν το Βερολίνο τέσσερα χρόνια μετά. Η εμπειρία μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση και ελπίζω να την αποτυπώνω όπως της αξίζει, γιατί συνήθως τότε ακριβώς είναι που παρασύρεσαι και γράφεις μαλακίες. Η μάλλον γράφεις τόσο εσωτερικά που αδυνατεί κάποιος να σε παρακολουθήσει. Η πατίνα του χρόνου δεν δείχνει να έχει αφαιρέσει από την μαγεία(και την αδρεναλίνη) του νυχτερινού city crawling τίποτα, αναρωτιέμαι όμως για το αντίθετο: μήπως τα πράγματα έχουν καλλωπιστεί στο μυαλό μου. Αν έχω υπερβάλει στο γεγονός. Η αναζήτηση του σκιώδους Greenwitch bar του Cookie θυμίζει -τώρα που το σκέφτομαι- κάτι από Eyes Wide Shut του Kubrick όλη αυτή η διαδικασία, αν και δεν ήταν members club. Αυτή ήταν η δύναμή του. Η τελετή μύησης ήταν η ίδια η αναζήτηση στο Βερολίνο, οι συνεχείς σου ερωτήσεις προς τους περαστικούς ή τους απέναντι στο άλλο bar που έκατσες, το δόλωμα, η ανακάλυψη του -περιφερόμενου- στη νυχτερινή μητρόπολη δισκοπότηρου… η αίσθηση πως ανήκεις στο λίγους, αυτούς που ξέρουν. Μα και πως όλοι εσείς προαγόσασταν άγραφα σε «μυημένους», σε καλοδεχούμενους μιας πόλης, που σου αποκάλυπτε τα μυστικά σπλάχνα της. Και μιλάμε για μια πόλη με τόση κατασκοπεία, στρατό και πολιτική αναμπουμπούλα, είχε και πολλά μυστικά και καλά κρυμμένα. Και που κάποτε ένας τοίχος την χώρισε στα δυο. Και το γκρέμισμά του την ένωσε. Μα αν δεν ήταν οι κάτοικοή της να την αγκαλιάσουν και να θέλουν να την επανασυγκολήσουν, δημιουργώντας νέα, κοινά πλέον landmarks, τόσο στο υλικό(Potsdamer Plats, θόλος Reichstag), όσο και στο φαντασιακό(η μυθολογία που λέγαμε…π.χ. Greenwitch), διαιρεμένη θα παρέμενε ουσιαστικά ακόμη και σήμερα.
Υ.Γ.: Και όλα αυτά με αφετηρία ένα bar με ιδιόρρυθμο ιδιοκτήτη! lolololol!