σόγια far west
-Είμαι διακοπές στη Μ. Ρost επηρεασμένο.-
Την ιστορία την ήξερα από μικρή. Πέρα από διάφορους άλλους, το γενεαλογικό μου δέντρο στολίζουν με την παρουσία τους κάτι διαβόητοι λήσταρχοι των αρχών του περασμένου αιώνα. Η προγιαγιά Π (ή originally Β), ήταν συγγενής με τα δυο αυτά πρώτης τάξεως παιδιά. Ρεντζαίοι το όνομα. Μεγάλες μούρες στην Ήπειρο και τα πέριξ, τους έγραψαν οι εφημερίδες, τους έκαναν τραγούδι, λαϊκό ανάγνωσμα(*) και άλλα μεγαλειώδη.
Φέτος όμως είχαμε εξελίξεις. –Ω ΝΑΙ!- Περιμένοντας το μεσημεριανό φαγητό στην αυλή, ο παππούς αναζητά τη μαρίδα. Ένα τρέχει αλλαλάζοντας την κατηφόρα. Φαγητό, ελάτε εδώ. Όχι τώωωραααα...παίζουμε κλέφτες και αστυνόμους! Ελάτε εδώ μωρέ κατσαπλιάδες να φάτε και συνεχίζετε το απόγευμα φωνάζει ο παππούς στο χαμένο στο βάθος πιτσιρίκι. Τι με πιάνει, αναρωτιέμαι πόσα από αυτά που έχω ακούσει κατά καιρούς είναι μούφες και πόσα αλήθεια. Πιάνω τον παππού. Καλά, άστα τώρα, για πες μου κάτι άσχετο ρε πάππη, για τους Ρεντζαίους, αυτά που μου έχεις πει μήπως είναι κουβέντες φουσκωμένες ή όντως έγιναν τα πράγματα έτσι? Κάθεται δίπλα, φτιάχνει το καπέλο. Μπα... δεν τα καλοθυμάμαι όλα. Ήμουν μικρός τότε. Τώρα αν δεν μου τα’χουν πει καλά... τι να σου πω? Χμμμ. Καλά, θα δούμε. Internet. Σέρνεται χειρότερα από οπουδήποτε αλλού ως τώρα. Μοναδική αναφορά ένα βιβλίο. «Τα καλά τα παλληκάρια οι σύντροφοι τα σκοτώνουν.» wow! Τι τίτλος! Ηρωϊκός και παλιομοδίτικος. Του Βασίλη Τζανακάρη. Ανακαλύπτω πως το έχουμε αγοράσει στο παρελθόν –εμένα γιατί δεν μου λέει κανείς τίποτα?- και βρίσκεται δανεισμένο(μόνιμα) σε ένα συγγενή. Πάω και το παίρνω πίσω.
Το βιβλίο δεν είναι ακριβώς ανάγνωσμα bedtime (τούβλο γαρ) αλλά έχει κεφάλαιο αφιερωμένο ειδικά σε αυτά τα αδέρφια - τεφαρίκια. Μέσα στη φούρια, ξεκινάω από την εισαγωγή μα μετά πηδάω όλους τους λήσταρχους για να φτάσω στο ποθητό δίδυμο. Μια σύντομη στάση σε έναν που υπάρχει και σε φωτό(1923) και τον έχω ακούσει σε ένα τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου: τον Θωμά Γκαντάρα και τον φωτογράφο των Τρικάλων Άλφα Τελεία Μάνθο. Ο Γκαντάρας, περήφανος για τα κατορθώματά του, πρέπει να γούσταρε να τον αποτυπώσουν πλήρει εξαρτήσει γιατί είναι ο μοναδικός που έχει τέτοιου τύπου φωτό. Δίπλα του κάθεται έτερος φουστανελοφόρος αγροίκος της εποχής, με το όνομα Περικλής Παπαγεωργίου, που λέει ότι είχε και πολλή πέραση στο γυναικείο πληθυσμό. Λογικό. Σε σύγκριση με ότι έχω δει σε γκόμενο πριν το 1925 είναι και πολύ θεός για όσες γούσταραν τα babyface και την βαρβατίλα ταυτοχρόνως. Λόγω απροθυμίας του σογιού μου να φωτογραφιστεί (ή απλά έλλειψης φωτογένειας :Ρ) η εικονογράφηση του post αποτελείται από αυτό το δίδυμο(δεξιά ο Γκαντάρας, αριστερά ο Περικλής, να εξηγούμαστε) καθώς και ένα team κλασσικών χωροφυλάκων της εποχής για να αποδώσουν την απαραίτητη ατμόσφαιρα Ραν-Ταν-Πλαν / Κλουζώ. Ο όρος «αστυνομία» μεταγενέστερος από ότι κατάλαβα. Τότε έπαιζε το «χωροφυλακή». Όλες οι φωτό από το βιβλίο.
Ιδού λοιπόν τι έμαθα, από το βιβλίο και τις διηγήσεις των ντόπιων. Προειδοποιώ πως η φάση θυμίζει έντονα Λούκυ Λούκ και Άγρια Δύση.
background
Δύο αδέρφια. Ο Θύμιος και ο Γιάννης Ρέντζιος. Ζουν στο χωριό Ανώι, έξω από τα Γιάννενα στις αρχές του περασμένου αιώνα. Έχουν επίσης μια μάνα θεά, ένα πατέρα τσέλιγκα -κατά το σύνηθες- και καναδυό αδερφές. Ο πατέρας σε κάποια φάση παθαίνει αυτό που λέμε «πήγε για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε ποτέ». Μια ωραία πρωία πάει στα πρόβατα και δεν επιστρέφει. Ήταν το 1909, ο Θύμιος 10 χρονών, ο Γιάννης 13. Περνάει ο καιρός, η οικογένεια υποθέτει πως θα πήγε να κλέψει κανένα πρόβατο, θα τον είδαν, θα τον σκότωσαν και άντε βρες τον. Τεσπά, σε κάποια φάση μαθαίνουν πως τον είχαν δολοφονήσει και πετάξει σε ένα λάκκο όπου και κατάντησε μεζές για άγρια ζώα. Αγριότητες λέμε. Ξαναπερνάει καιρός, πάει ο μεγάλος γιος στρατό, πολύ ήσυχος, πειθαρχημένος και λιγομίλητος λέγανε άπαντες(τι πρωτότυπον! Μα ήταν καλό παιδί...) μέχρι που ένα χρόνο μετά, το 1917, κάποιος του σφυράει ότι δολοφόνοι του πατέρα του ήταν οι τάδε. Τα παίρνει κανονικά –και δικαίως-, λιποτακτεί με οπλισμό complete και πάει και βρίσκει τον μικρό αδερφό Θύμιο στο Ανώι. Θέλουν εκδίκηση, βγαίνουν στο βουνό, ανακαλύπτουν τους 3 θεωρούμενους δολοφόνους και τον σκοτώνουν. Λιποταξία και φόνος ίσον ικανή αιτία την εποχή εκείνη για να πάρουν τα βουνά επί μονίμου βάσεως. Επικηρρύσονται.
lifestyle
Για να ζήσουν(ε, φαντάζομαι και για το κάτι παραπάνω), το ρίχνουν στις ληστείες, σκοτωμούς, εκβιασμούς, απαγωγές και λύτρα κλπκλπ. Παρόλα αυτά, μια στοιχειώδη μόρφωση την είχαν. Σε απαγωγή γιου γνωστού εβραίου των Ιωαννίνων, του Ελιά Μαραμένου, για την απελευθέρωση του οποίου ζήτησαν 3.000.000, πληροφορούνταν την εξέλιξη της υπόθεσης από τις εφημερίδες! Εκτός από το action itself, τον υπόλοιπο καιρό τον πέρναγαν στο βουνό. Για να μη μελαγχολήσουν στις ερημιές (οι ίδιοι, ο απαγμένος και η λοιπή συμμορία), είχαν μαζί και δυο τύπους που έπαιζαν κλαρίνο και έναν βιολί! Χοροεσπερίδα! -Άλλα αντί άλλων! lololol Surreal ακούγονται όλα αυτά.- Οι χωριάτες μπορεί να τους φοβόντουσαν, αλλά από την άλλη από ότι κατάλαβα ψιλογουστάρανε, αφού οι Ρεντζαίοι, όχι μόνο μοίραζαν κλοπιμαία σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους (Ρομπέν φάση) αλλά την είχαν δει και εξουσία υπό την έννοια ότι απένειμαν δικαιοσύνη: αν κάποιος έλεγε πως θα παντρευτεί καμμιά και δεν το έκανε λάβαινε ένα προειδοποιητικό γράμμα να το ξανασκεφτεί! Δεν μιλάμε για απλές καθημερινές αδικίες...εννοείται ότι όπου γούσταραν χωνόντουσαν. Η προγιαγιά ως αίμα ήταν έμπιστη και έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που της έστελναν αγγελιοφόρο μέσα στη νύχτα ότι είναι κάπου κοντά, αυτή ξύπναγε, έριχνε ψωμί, καμμιά πίτα και ότι έπαιζε στο σπίτι, τους τα πηγαίνε ο προπαππούς στο λημέρι και τα λέγανε!
άφεση αμαρτιών
Τεσπά, η Ελλάδα τότε ήταν μια κανονική Μπανανία με τα όλα της. Το ζήτημα της απονομής δικαιοσύνης και των «κακοποιών στοιχείων» που λυμαίνονταν την ύπαιθρο είχε πάρει διαστάσεις, λεφτά ή οργάνωση δεν υπήρχαν, οπότε η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου, βγάζει ένα νόμο(1924). Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης 91. Όποιος ληστής σκοτώσει άλλον επικηρρυγμένο, παίρνει αμνηστία. Να σκοτωθούν μεταξύ τους δηλαδή και μετά άφεση αμαρτιών. Όπως ήταν φυσικό έγινε ο κακός χαμός. Στην περίπτωση αυτή οι Ρεντζαίοι σκοτώνουν 2 τύπους ονόματι Σταύρο Σιντόρη και Κοντογιώργη(συντρόφους?), παίρνουν αμνηστεία, φοράνε δυτικά ρούχα και μπαίνουν ως κύριοι στα Γιάννενα, όπου και αγοράζουν αρχοντικό στη κεντρική πλατεία. Α, έχουν και ένα σκασμό λεφτά, το ξέχασα. Τους υποδέχονται τουλάχιστον ως Καίσαρες, κόσμος στο δρόμο να τους αποθεώνει και δε συμμαζεύεται, τους καλούν σε όλες τις κυριλέ εκδηλώσεις, είναι celebrities με τα όλα τους!!! Τα καλόπαιδα συναγελάζονται με όλα τα επιφανή μέλη της κοινωνίας. Τραπεζίτες, χωροφύλακες, στρατιωτικούς. Με τον διοικητή της χωροφυλακής δε, έχουν γίνει κώλος και βρακί. . Άσε που είναι και νοικάρης τους! Ο Γιάννης παντρεύεται κιόλας, αποκτάει και ένα παιδί. Η γυναίκα είναι κόρη έτερου λήσταρχου, πρώην συνεργάτη του. Its business as usual.
comeback: η μεγάλη ληστεία της χρηματαποστολής
Μα το μικρόβιο είναι μικρόβιο(μερικοί λένε και πως τους της είχανε στημένη). Σε συνεργασία με τον διοικητή της Χωροφυλακής και τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας στα Γιάννενα, μαθαίνουν πως 13 Ιουνίου 1926, τάδε ώρα, φεύγει από την Πρέβεζα γκαζοζέν(τύπος αυτοκινήτου της εποχής) με προορισμό τα Γιάννενα, φορτωμένο με 15.000.000. Οι φρουροί θα ήταν 10. Ο δρόμος Αντίρριο – Γιάννενα δεν έπαιζε τότε και τα λεφτά θα τα έφεραν με καράβι στην Πρέβεζα και μετά οδικώς. Δεν θέλαν και πολύ οι τύποι που μάλλον είχαν σκυλοβαρεθεί, φωνάζουν τα πρωτοπαλίκαρα και πάνε και στήνονται σε ένα στενό σημείο του δρόμου, θέση Πέτρα. Κάνουν 3 ομάδες, ρίχνουν και έναν κορμό να κλείνει το δρόμο κάθετα(!!) και αυτό ήταν. Όταν λέμε far west κάτι τέτοιο φαντάζομαι. Με το που φτάνει το αυτοκίνητο, βλέπουν μέσα τους 9, ένας οπλισμένος φρουρός κάθεται απ’έξω πάνω στο φτερό, γίνεται της κακομοίρας, τους σκοτώνουν όλους, παίρνουν τα λεφτά και την κάνουν. Κάνουν όμως ένα λάθος. Ο φρουρός που καθόταν απέξω, βαριά χτυπημένος, τον νομίζουν για νεκρό. Αυτός όμως είναι ζωντανός. Δεν του δίνουν χαριστική βολή και αυτός ο ταλαίπωρος ακούει μέσα στη ζάλη του «καπετάν Θύμιο», «καπετάν Γιάννη». Ε, ένα είναι το δίδυμο αυτό, αρχίζουν και τους ψάχνουν πλέον παντού. Η χωροφυλακή είπαμε πως μάλλον ήταν μιλημένη γιατί σέρνει τα πόδια της κανονικά. Οι Ρ. Έχουν πάει σε κοντινό μοναστήρι, ο καλόγερος πρώην λήσταρχος ο ίδιος, με το κατάλληλο λάδωμα επίσης τους κάνει πλάτες.
δεν έχω τόπο / δεν έχω ελπίδα
Μα τα πράγματα είναι ζόρικα, την κάνουν -μέρα μεσημέρι btw- από τα Γιάννενα για Αλβανία. Πολλά κλοπιμαία που δεν μπορούν να κουβαλήσουν τα χώνουν σε κουφάλες και μερικοί ταλαίπωροι τα ψάχνουν μέχρι σήμερα! Στην Αλβανία αλλάζουν ονόματα και πάνε στο Μπάρι της Ιταλίας, μετά Μιλάνο, Σερβία, Βράιλα Ρουμανίας και τέλος στη Βάρνα της Βουλγαρίας. Μα ο πεθερός εν Ιωαννίνοις δεν συγχωρεί. Καρφώνει την τωρινή τους θέση, μπλέκονται μέσα ο εκεί πρέσβης και ένας γάτος ντόπιος ντετέκτιβ ονόματι Στρατηλέσκου, γίνεται ένα μπατιρντί που ακόμη και στο βιβλίο δεν το πολυκατάλαβα, παρασκήνιο κανονικό, τεσπά, τους αναγνωρίζει κάποιος εξ΄όψεως(έχουν αλλάξει και όνομα remember?) και τελικά με τα πολλά, λόγω μιας συμφωνίας(τότε) όλως των βαλκανικών χωρών για παράδοση καταζητούμενων τους μπαγλαρώνουν και τους φέρνουν με τρένο στην Αθήνα (με σιδερένια μπάλα στα πόδια στο σταθμό Λαρίσης -αν υπήρχε τότε- όσο να’ναι δεν λέει) στις φυλακές Συγγρού, κελί 5. Στο κατόπιν μεταφέρονται στις φυλακές Κέρκυρας, όπου και θα γίνει η δίκη. Η προγιαγιά σηκώνεται και πάει για να είναι παρούσα. Φυσικά! Οι Ρεντζαίοι εις θάνατον, τα πρωτοπαλίκαρά τους επίσης. Στον τόπο της εκτέλεσης μεταφέρονται με πολυτελή αυτοκίνητα και όχι στρατιωτικά ως είθισται, μια απόπειρα να τους απελευθερώσουν συνεργάτες αποτρέπεται τελευταία στιγμή, έχουν κάνει αίτηση χάριτος που έχει απορριφθεί αλλά δεν τους το αποκαλύπτουν, ζητάνε παπά και ένα χαρτί να γράψουν ένα τελευταίο γράμμα και μέχρι το τέλος επιμένουν πως είναι αθώοι για τη ληστεία της Πέτρας αλλά καταδικάζονται για τα πρότερα εκλήματα για τα οποία έχουν αμνηστεία. Anyway, πίπες. Οι εκτελέσεις στην Κέρκυρα γίνονται στην τάφρο έξω από το Παλιό Φρούριο. Τριάντα άτομα το εκτελεστικό απόσπασμά. Τα τελευταία τους λόγια σύμφωνα με το βιβλίο ήταν «Χτυπάτε, παιδιά, από την κοιλιά και απάνω!». Οι γνώμες εδώ διίστανται αφού άλλοι λένε πως είπαν: «Με μια σφαίρα σκότωνα εγώ κι όχι με τριάντα!». Τι να πεί κανείς? Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Εμένα μ’αρέσει το δεύτερο. Ας κρατήσω αυτό.
Εκτελούνται το ξημέρωμα της 7ης Οκτωβρίου 1926, σε κοινή θέα μέχρι το μεσημέρι στις 1 και τέλος παράδοση στη μάνα τους για ταφή.
Εποχές ρομαντικές και εντελώς μα ΕΝΤΕΛΩΣ βάρβαρες.
(*): Οι λήσταρχοι Ρεντζαίοι και η ληστεία της Πέτρας, εκδόσεις Αλ. & Ευ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1929 σελίδες 544
Η αλήθεια είνα ότι έχω μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες από ένα χαρισμάτικό στην αφήγηση παππού τον οποίο αγαπώ πολύ. Μου έχει μεταδόσει την αγάπη για τα βιβλία, τα παραμύθια, τις ιστορίες που λες σε παρέα, τους ήχους που κάνεις με το στόμα λέγοντάς τες, τα βλέμματα που λένε πιο πολλά, την ιδιωματική αφήγηση....Χώρια που έμαθα από πρώτο χέρι όχι μόνο συνήθειες, δοξασίες, λαϊκά παραμύθια και μύθους, μα και ένα ολόκληρο κομμάτι της πρόσφατης(από 1925 και μετά) ελληνικής ιστορίας.