-Το bar κρύβεται ξαφνικά πίσω από δυο κόκκινες βελούδινες κουρτίνες.-Οι κουρτίνες ανοίγουν. Ο χώρος του bar έχει μεταμορφωθεί σε μια σκηνή(!!??πως- που-πότε-γιατί κανείς δεν ξέρει). H σκηνή είναι στο επίπεδο του πάγκου, ψηλά, για να βλέπουν όλοι. Εμφανίζεται ένας τύπος και λέει κάτι που κάποιος άλλος θα αποκαλούσε «θεατρικό μονόλογο». Εγώ δεν καταλαβαίνω το Χριστό μου. Ο τύπος φτερνίζεται και κάθε φορά που το κάνει ακούγονται κάτι καταδρομικά. Κάποιοι γελάνε. Καμμιά σχέση με το Silentio του Mulholland Drive.
Ή είμαι ζώον ή είναι πίπες. Φαντάζομαι το δεύτερο γιατί δεν με θεωρώ ΕΝΤΕΛΩΣ ανίδεη αλλά δεν το μοιράζομαι τη διαπίστωσή μου με κανένα. Πέντε λεπτά μετά, η κουρτίνα κλείνει, η μουσική ξαναμπαίνει. Πάω τουαλέτα. Να έρθω στα ίσια μου η ξενύχτισσα. Η τουαλέτα γαμάει. ΓΑ ΜΑ ΕΙ. Μόλις ανοίγεις την πόρτα κάτι κόκκινα φώτα νέον ανάβουν μόνα τους. Πόρτα η τουαλέτα δεν έχει.
Έχει ένα πλαστικό ύφασμα που κλείνει από μέσα με φερμουάρ!!!!! Θεϊκό! Ρε πούστη, κρίμα να ήταν τόσο πίπα το sketch. Ξαναβγαίνω έξω για λίγη κοινωνικοποίηση. Μισή ώρα μετά, το κόλπο με το bar και την κουρτίνα επαναλαμβάνεται με μια άλλη κουλή mini performance. Ούτε που θυμάμαι ακριβώς τι. Εγώ εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω το Χριστό μου και γυρίζω στους πίσω μου. Το βλέμμα μου νομίζω δεν λέει πολλά, αλλά για κάποιο λόγο όλοι όσοι με βλέπουν ξεσπάνε σε γέλια. Ρωτάω με τα μάτια αν κατάλαβε κανείς τίποτα. Γέλια. Κανείς. Μάλιστα. Τα παίρνω. Μόλις ανοίξουν τα φώτα λέω να πάω να βρω τον ιδιοκτήτη Η. να του πω πόσο μ’αρέσει το μαγαζί του αφενός, αλλά πόσο πίπα ήταν οι δυο προηγούμενες performances αφετέρου. Είναι κρίμα τέτοιο μέρος με μια τόσο ωραία ιδέα από πίσω του να το φάει η μαρμάγκα από ηλίθιες performances. Γιατί είμαι σίγουρη πως το αλλαλάζον –σε κάθε βλακεία του performer- πλήθος, καθώς και όλοι οι φίλοι και οι κολλητοί του θα του πουν τα καλύτερα και κάποια στιγμή ή δεν θα ξαναπατήσουν ή θα πατάνε μόνο τα γνωστά δήθεν άτομα που μας έχουν ζαλίσει τον έρωτα χρόνια τώρα.
Παρεπιπτώντως η χαρά μου ότι πρόκειται για το δικό μας Greenwitch Βar, όχι μεταφερόμενο μεν σαν του Βερολίνου, αλλά αρκετά underground και νεωτεριστικό, κάπου εδώ έχει αρχίσει να πηγαίνει περίπατο.
Το λέω σε καναδυό άλλους και άλλες και όλοι έχουν μείνει κάγκελο. Εγώ δηλώνω ότι δεν μου καίγεται καρφί, αφού ο τύπος βάζει μέσα «θεατρικό» σημαίνει πως θέλει την επικοινωνία με τον κόσμο. Θα του την δώσω εγώ λοιπόν και θα του πω ακριβώς αυτό. Πίπες. Αντί να κάνω ότι θα έκανε ο καθένας άλλος, που απλά δεν θα ξαναπάταγε δηλαδή, με πιάνει το αλτρουιστικό μου και πάω να τον βρώ.
Από προσωπική εμπειρία, γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι να είσαι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ έτοιμος να ακούσεις κριτική για έργο σου. Επενδύεις όνειρα, χρόνο και χρήμα.. το είναι σου. Εγώ πλέον έχω εκπαιδευτεί και πέραν αυτού έχω μάθει να στηρίζω τις ιδέες μου όσο μπορώ πιο καλά και να τις «επικοινωνώ» όσο μπορώ καλύτερα. Αλλιώς θα γίνω αυτιστική και ναρκισσευόμενη. Και αυτό είναι η μπανανόφλουδα στα «καλλιτεχνικά» επαγγέλματα(δεν θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη, ίσως θα έπρεπε να γράψω «στα κλασσικά δημιουργικά επαγγέλματα»). Δεν έχω δει όμως πολλούς να έχουν περάσει τον εαυτό τους από τόσα κόσκινα και να τα έχουν βρει μαζί του για να είναι έτοιμοι στην κριτική. Τεσπά, εγώ θα του πω και τα καλά και τα κακά του μαγαζιού και θα τονίσω το ότι γνωρίζω από μέσα την τυχούσα ευαισθησία του στο ζήτημα.
Πάω στον barman και του ζητάω τον Η. Βρίσκεται ο Η, με πλησιάζει με χαμόγελο γκόμενου. Είναι ωραίος. Από το χαμόγελο, θα νομίζει ότι είμαι καμμιά φαν και τον γουστάρω και ότι έχω ανάγκη ψησίματος, διότι μετά τις συστάσεις και το θέλω να σου μιλήσω που του πετάω, βρίσκει δυο φίλους πίσω μου, μου γυρνάει την πλάτη και τους μιλάει. Περιμένω λιγάκι από ευγένεια. Τα παίρνω. Ταπ Ταπ στον ώμο. Η, θέλω να σου μιλήσω. Ναι, ναι, συγνώμη, είδα δυο φίλους. ΝΑΙ, αλλά θέλω να σου μιλήσω και αν δεν θες να μου το πεις γιατί βαριέμαι. Ωχ, είσαι ζόρικη. Έρχομαι τώρα. Σκάει και μια άλλη και τον αγκαλιάζει, φιλί στο μάγουλο, του πετάει ιδέα για να ανέβει στο bar. Ο τύπος ξενερώνει. Απόψε μόνο τα οργανωμένα events της λέει. Ξενερώνω και εγώ. Σιγά το interaction που ήθελες να προσθέσεις στο bar μαλάκα. Γιαλαντζί interactivity. Τεσπά. Χαμόγελο. Γυρίζει προς το μέρος μου. Του μιλάω για όλα. Το εξαιρετικό design(δικό ΜΟΥ είναι, ναι μου το είπαν - μπράβο), καταλαβαίνω πως ίσως να είσαι ευαίσθητος σε κριτική μπλαμπλα αλλά κρίνοντας από το ότι επιζητείς την επικοινωνία με τον κόσμο όπως κατάλαβα(άσε τους προλόγους και ΠΕΣ, με κόβει... ΟΚ.. έγινε), τα σκετσάκια ήταν ΠΙΠΕΣ. Όχι «κάτι είχαν να πουν», ή η ατάκα πασπαρτού «ενδιαφέρον, ενδιαφέρον». ΠΙΠΕΣ. Μπορώ να σου εξηγήσω αν θες. Δεν θέλειμάλλον γιατί με κόβει λέγοντας χωρίς ανάσα, ΑυτάΠουΛεςΔενΜεΑγγίζουνΒρίσκουνΚάτιΜαλακόΚαιΚάνουνΓκελ ΕίμαιΣίγουροςΠωςΉτανΚαλάΤαΈχωΚάνειΕγώ ΑυτάΠουΛεςΔενΜεΑγγίζουν ΔενΜεΑγγίζουν(2). Ωχ, συγνώμη, αυτό δεν το’ξερα. Δεν αλλάζει τη γνώμη μου μεν αλλά καταλαβαίνω αυτή σου την άρνηση. ΠΟΙΑ άρνηση? Καλά, αν σε ενδιαφέρει κράτα το αυτό που σου λέω αν όχι πέτα το. Είσαι άσχετη προφανώς, μου λέει. Ναι, ΠΡΟΦΑΝΩΣ, του λέω. Φεύγω μουρμουρίζοντας «τι νάρκισσος θεέ μου». Φωνάζει από πίσω: ακολουθούνε άλλες δυο πίπες αν θέλεις να κάτσεις να δεις. Γυρίζω και του λέω πως ίσως κάτσω και θα δω μόνη μου αν είναι πίπες.
Επιστροφή στην παρέα. Πέφτουν όλοι πάνω μου. Τι έγινε, του τα είπες? Πως αντέδρασε? Αφηγούμαι. Σκετσάκι τρίτο: ανάγνωση του παραμυθιού «ο θάνατος του Στρειδάκη» ή κάπως έτσι από το ομώνυμο βιβλίο του Tim Burton. Καλύτερο από τα άλλα. Καλύτερο κείμενο τουλάχιστον. Γιατί η performance το σκότωσε. Ένα κείμενο που είναι γραμμένο για ανάγνωση γίνεται γελοίο όταν βάζεις ηχητικές προσθήκες του τύπου «τα κύμματα: γούυυsch, γούυυsch» κλπ. Προτιμώ την αφαιρετική εκδοχή του κειμένου. Έχω πιει εν τω μεταξύ ακόμη ένα whiskey και ένα ποτήρι κρασί. Το τελευταίο σκέτς είναι με ένα κοντραμπάσο.
Ο ήχος του μου αρέσει πολύ αλλά η όλη performance μου συντηρεί την επικείμενη τάση νύστας. Οι άλλοι συμφωνούν και λέμε να φύγουμε. Όχι πριν τελειώσει το γαμημένο. Από ευγένεια έστω. Στο τέλος ανεβαίνουν στη σκηνή ο Η, ο ηθοποιός, ο barman και μια γκόμενα. Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ BAR….πάυση, σφυρίγματα από κάτω.. πες μας, πες μας λυσσάνε οι μαντηλοφόρες, ρασταφαρομαλλούσες τσαούσες δίπλα μου…ΘΑ ΕΙΝΑΙ…μια θαμώνας αρχίζει να τραγουδάει το «Σ’έχω κάνει θεό».. επιτέλους λίγο humor στην περιρρέουσα δυσκοιλιότητα…..οι τύποι στη σκηνή περιμένουν να ξαναγίνει ησυχία και αρχίζουν να επαναλαμβάνουν κάτι συλλαβές.. άλλη ο καθένας… Α-Α-Α-Α / ΘΕ-ΘΕ-ΘΕ-ΘE / PO-PO-PO… κλπ Άντε γεια άκρη δεν βγάζω. Ρωτάω στο τέλος πως λέγεται τελικά το γαμημένο bar. Kάποιος κατάλαβε πως το bar θα λέγεται… «ΑΝΘΡΩΠΟΣ». Καλά. Ο τύπος είναι και νάρκισσος, είναι και αγάμητος. It’s obvious. Φεύγουμε ΑΜΕΣΩΣ μετά. Είμαι απογοητευμένη. Τι κρίμα. Παρόλα αυτά θέλω να ξαναπάω μια μέρα πιο κανονική στο bar, από περιέργεια. Όχι από βίτσιο. Από ελπίδα να λειτουργεί καλύτερα όταν θα ανεβαίνουν πάνω πελάτες και όχι ο ιδιοκτήτης.
Στο γυρισμό είμαι με Λ. και Σ. στο αυτοκίνητο. Μας σταματάνε στην πλατεία Καραϊσκάκη για αλκοτέστ. Τι ήπιες? Ένα whiskey. Το τελείωσα 15’ πριν, συνοψίζω τις επιπτώσεις που πρέπει να έχουν μείνει ακόμη στο αίμα μου, σύμφωνα με την κρίση μου. Ωχ, μου κάνει. Δίπλωμα παρακαλώ. Πως σε φωνάζουνε? Δεν θέλω να σε γράψω. Θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου? Προτιμώ να έρθω αν είσαι εδώ πάλι αύριο το βράδυ του λέω γελώντας. Πλάκα στην πλάκα, λέει φύγετε. Φεύγουμε.